ποιμνιοβοσκή

ποιμνιοβοσκή
sürüyü gütme

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποιμνιοβοσκή — η, Ν 1. νομή, βόσκηση ποιμνίων 2. τόπος κατάλληλος για τη νομή ποιμνίων 3. φρ. «αδίκημα ποιμνιοβοσκής» (νομ.) το αδίκημα τής βλάβης που προκαλείται σε αγροτικό κτήμα από ποίμνιο το οποίο δεν ανήκει στον κάτοχο τού κτήματος αλλά σε άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”